- σταχυηλόγος
- -ον, Ααυτός που συλλέγει στάχια.[ΕΤΥΜΟΛ. < στάχυς, -υος + -λόγος* (πρβλ. σταχυη-κόμος)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
σταχυηλόγος — gleaning ears of corn masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σταχυηλόγον — σταχυηλόγος gleaning ears of corn masc/fem acc sg σταχυηλόγος gleaning ears of corn neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σταχυηλόγοι — σταχυηλόγος gleaning ears of corn masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-λόγος — (AM λόγος) β συνθετικό πολλών παροξύτονων ονομάτων και επιθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που δηλώνουν αυτόν που λέει ό,τι δηλώνει το α συνθετικό (αισχρολόγος «αυτός που μιλάει αισχρά», ευφυολόγος «αυτός που λέει έξυπνα αστεία») ή αυτόν που … Dictionary of Greek